- εἰσακούει
- εἰσακούωhearkenpres ind mp 2nd sgεἰσακούωhearkenpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γοργοεπήκοος — η (Μ Γοργοεπήκοος) (επίθ. τής Παναγίας) που εισακούει γρήγορα τις δεήσεις τών πιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. γοργά + επακούω] … Dictionary of Greek
εισακούω — (AM εἰσακούω) ακούω κάποιον με ευμένεια, δέχομαι ευνοϊκά την παράκληση κάποιου («εισακούει τις παρακλήσεις μου», «εἰσάκουσον τής δεήσεώς μου») νεοελλ. εισακούομαι γίνονται δεκτές οι υποδείξεις μου μσν. 1. (για δίκη) γίνομαι δεκτός 2. ονομάζομαι… … Dictionary of Greek
επήκοος — ον (AM ἐπήκοος, ον Α και δωρ. τ. έπάκοος, ον) φρ. «εἰς ἐπήκοον» σε τέτοια απόσταση ή θέση που να ακούν όλοι («ἔστησαν εἰς ἐπήκοον», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που ακούει με προσοχή («τῶνδ ἐπήκοοι κακῶν», Αισχύλ.) 2. (για θεούς) αυτός που εισακούει τις… … Dictionary of Greek
ευάκουστος — εὐάκουστος, ον (Α) (για θεούς) επιγρ. αυτός που ακούει, εισακούει πρόθυμα, ο ευήκοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακουστός (< ακούω), πρβλ. αν άκουστος, ανυπ άκουστος] … Dictionary of Greek
ευήκοος — η, ο (ΑΜ εὐήκοος, ον Α και εὐάκοος, ον) αυτός που ακούει τα αιτήματα τών άλλων με προσοχή και ευμενή διάθεση («εὐήκοον οὖς») αρχ. μσν. 1. όποιος έχει καλή ακοή, όποιος ακούει καλά 2. εκείνος που εισακούεται από τον θεό 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… … Dictionary of Greek
κατήκοος — κατήκοος, ον (Α) 1. αυτός που ακούει με προσοχή, ακροατής («τῶν εἴ τίς ἐστιν... κατήκοος» εάν κάποιος έχει ακούσει νέα γι αυτά, Σοφ.) 2. αυτός που παρακολουθεί μαθήματα («κατήκοος λόγων» αυτός που σπουδάζει φιλοσοφία, Πλάτ.) 3. αυτός που… … Dictionary of Greek
τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… … Dictionary of Greek
τενέδιος — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Εμμανουήλ. Έζησε τον 18o αι. και στις αρχές του 19ου. Τον επαινεί ο Νεόφυτος Δούκας για τη μόρφωσή του. Έγραψε Διατριβή εις θουκυδίδην και της κατ’ αυτόν ιστορίας επιτομή (Βιέννη 1799). Πολλοί τον θεωρούν και μεταφραστή … Dictionary of Greek